- νυκτοήμερο(ν)
- νυκτοήμερο(ν) και νυκτόμερο, τὸ (Μ)1. η διάρκεια μιας ημέρας και μιας νύχτας, το μερόνυχτο2. (η αιτ. ως επίρρ.) νυκτοήμεροννύχτα - μέρα, νυχθημερόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτα + ἡμέρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.